λευκέρυθρος

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A whitish red, χροιαί Arist.Phgn.806b4; of persons, Ptol.Tetr.143.

German (Pape)

[Seite 33] weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκερυθρόχρους, von weißrother Farbe, u. λευκερυθροφωσφόρος bilden.

Greek (Liddell-Scott)

λευκέρυθρος: -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λευκέρυθρος, -ον Α και λευκοέρυθρος, -ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἐρυθρός.