Ep. 3pl. aor. 2 Pass. of ἐπιχέω, Hom.
ἐπέχυντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. ἀορ. β΄παθ. τοῦ ἐπιχέω, Ὅμ.
3ᵉ pl. pqp. Pass. poét. de ἐπιχέω.
ἐπέχυντο: γʹ πληθ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἐπιχέω.