ταγέω

Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος Id.Pers.764.

German (Pape)

[Seite 1063] Beherrscher, Anführer sein, τινός, Aesch. ἕν' ἄνδρα πάσης Ἀσιδος ταγεῖν Pers. 750.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱγέω: εἶμαι ἄρχων, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος Αἰσχύλ. Πέρσ. 764.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. inf.
commander à, gén..
Étymologie: ταγός.

Greek Monotonic

τᾱγέω: είμαι άρχοντας, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος ταγέω, σε Αισχύλ.