ὀκτάκλινος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκλῑνος: -ον, ὁ περιλαμβάνων ἢ χωρῶν ὀκτὼ κλίνας, τόπος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 1.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ὀκτάκλῑνος: -ον, ὁ περιλαμβάνων ἢ χωρῶν ὀκτὼ κλίνας, τόπος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 1.