συνειλίσσω

Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A v. συνελίσσω. συνείλλω, v. συνίλλω.

German (Pape)

[Seite 1010] = συνελίσσω, σπείρας Eur. Ion 1164.

French (Bailly abrégé)

ion. et poét. c. συνελίσσω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνελίσσω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνελίσσω.