ἐξάγγελσις

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A statement, Arist.Rh.Al.1426b26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάγγελσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαγγέλλειν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 5. 1· ἐκφαντορίαν λέγει τὴν ἐξάγγελσιν Μάξιμος ἐν Σχολ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. σ. 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire connaître, rapport.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.

Greek Monolingual

ἐξάγγελσις, η (Α)
εξάγγελμα, εξαγγελία, έκθεση.