μεταπύργιον

Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό,

   A = μεσοπύργιον, space between two towers, curtain, Th.3.22, Lys.Fr.97 S., IG22.463.49, 22.1658, al., Ph.Bel.80.11, J.BJ 3.5.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 153] τό, = μεσοπύργιον, der Raum zwischen zwei Thürmen, Thuc. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπύργιον: τό, = μεσοπύργιον, Θουκ. 3. 22, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. μεσοπύργιον.
Étymologie: μετά, πύργος.

Greek Monotonic

μεταπύργιον: τό (πύργος), τοίχος μεταξύ δύο πύργων, παραπέτασμα, σε Θουκ.