σεῦα

Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Greek (Liddell-Scott)

σεῦα: σεῦμα, ἴδε ἐν λ. σεύω, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de σεύω.

English (Autenrieth)

see σεύω.

Greek Monotonic

σεῦα: Επικ. αόρ. αʹ του σεύω· -σεῦται αντί σεύεται.