δυσαπόδεικτος

Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A hard to demonstrate, Pl.R.488a.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu beweisen, Plat. Rep. VI, 487 e.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόδεικτος: -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à démontrer.
Étymologie: δυσ-, ἀποδείκνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de demostrar λόγος Pl.R.487e, cf. Procl.in Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπόδεικτος, -ον)
αυτός που με δυσκολία αποδεικνύεται.

Greek Monotonic

δυσαπόδεικτος: -ον (ἀποδείκνυμι), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.