εἰσκαθοράω
English (LSJ)
A look down upon, πόλιν ἐσκατορᾷς (Ion. form), Bgk. for ἐγκ-, Anacr.1.6.
German (Pape)
[Seite 743] (s. ὁράω), hinab- u. hineinsehen, πόλιν Anacr. frg. 1, 5 nach Bergk.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκαθοράω: καθορῶ τι ἐκ τῶν ἄνω, πόλιν ἐσκατορᾷς (Ἰων. τύπος), κατὰ διόρθ. Bgk. ἐν Ἀνακρ. 1. 6 ἀντὶ ἐνκατορᾷς.