εὐπερίχυτος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se répand facilement autour.
Étymologie: εὖ, περιχέω.

Greek Monolingual

εὐπερίχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιχέεται εύκολα
2. (κατ' επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-χέω].