κατιλλαντής

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

German (Pape)

[Seite 1402] ὁ, der Spötter; das Wort κατιλλαντιωρία bei Arist. Phvsiogn. 6 p. 813, 21 scheint aus κατιλλανταί verderbt.

Greek (Liddell-Scott)

κατιλλαντής: ὁ, «κατιλλανταί, ὡραϊσταί, ἁβρυνταὶ» Σουΐδ.