φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
μερίσδω: Δωρ. ἀντὶ μερίζω, ἀποχωρίζω, Βίων 2, 31.
μερίσδω (Α)(δωρ. τ.) βλ. μερίζω.