ξυλίζομαι

Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Med.,

   A gather wood, X.An.2.4.11 ; ἐκ τοῦ παραδείσου Plu.Art.25 ; ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Alciphr.I.I.

German (Pape)

[Seite 281] Holz lesen, holen, Xen. An. 2, 4, 11 u. Sp., wie Plut. Artax. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλίζομαι: μέσ., συλλέγω ξύλα, Λατ. lignari, ξυλιζόμενος Ξεν. Ἀν, 2. 4, 11, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25˙ μεταφ., ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Ἀλκίφρων 1. 1.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ἐξυλισάμην;
ramasser du bois.
Étymologie: ξύλον.

Greek Monotonic

ξῠλίζομαι: (ξύλον), Μέσ., μαζεύω ξύλα, Λατ. lignari, σε Ξεν.