ὀστρακηρός
English (LSJ)
ά, όν,
A of the nature of earthenware, [ζῷα] ὀ. testaceous animals, Arist. GA 763a30, PA679b12, al.
German (Pape)
[Seite 400] von der Art od. Beschaffenheit irdener Geschirre; – ζῷα ὀστρακηρά, Schaalthiere, Arist. H. A. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκηρός: -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον περίβλημα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε ὀστρακόδερμος.
Greek Monolingual
ὀστρακηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει οστράκινο περίβλημα, οστρακόδερμος («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].