χοραγός
German (Pape)
[Seite 1364] ό, dor. u. att. = χορηγός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
dor. c. χορηγός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χορηγός.
Greek Monotonic
χορᾱγός: Δωρ. και Αττ. του χορηγός.
[Seite 1364] ό, dor. u. att. = χορηγός, w. m. s.
dor. c. χορηγός.
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χορηγός.
χορᾱγός: Δωρ. και Αττ. του χορηγός.