A v. κατακαίω.
κατακήομεν: ἴδε κατακάω.
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.
κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.
κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.