[Seite 1452] zsgzgn aus κληΐω, = κλείω, s. oben.
κλῄω: ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ κλείω (Α).
v. κλείω.
κλῄω: παλ. Αττ. αντί κλείω (Α).
κλῄω: староатт. = κλείω I.