Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Greek Monotonic
πάξαις: Δωρ. αντί πήξας, μτχ. αορ. αʹ του πήγνυμι· — πάξαιτο, Δωρ. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.
Russian (Dvoretsky)
πάξαις: дор. part. к πήγνυμι.