πάξαις

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monotonic

πάξαις: Δωρ. αντί πήξας, μτχ. αορ. αʹ του πήγνυμι· — πάξαιτο, Δωρ. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

πάξαις: дор. part. к πήγνυμι.