ψέκτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A censurer, faultfinder, Hp.Acut.6, Pl.R.589c, Lg.639c.
German (Pape)
[Seite 1392] ὁ, der Verkleinerer, Tadler, Plat. Rep. IX, 589 c Legg. 1, 639 c, Ggstz von ἐπαινέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ψέκτης: -ου, ὁ, (ψέγω) ὁ ψέγων, κατακρίνων, ὑποβιβάζων τὴν ἀξίαν τινός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 589C, Νόμ. 639Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui blâme, censeur, critique.
Étymologie: ψέγω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ψέγω
κατήγορος, επικριτής
νεοελλ.
φιλοκατήγορος.
Greek Monotonic
ψέκτης: -ου, ὁ (ψέγω), επικριτής, κατήγορος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ψέκτης: ου ὁ порицатель, хулитель Plat.