ἔπερος
English (LSJ)
ον,
A woolly, of sheep, Schwyzer644.15 (Lydia).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπερος: ὁ, κριός, ἔπεροι καὶ ἀρνήαδες ἐρίων ἀτέλεες Ἐπιγρ. Αἰολ. (Αἰγ.) Et. Gr. IV. σ. 268 = Hoffmann, GD. II. 155a.
ον,
A woolly, of sheep, Schwyzer644.15 (Lydia).
ἔπερος: ὁ, κριός, ἔπεροι καὶ ἀρνήαδες ἐρίων ἀτέλεες Ἐπιγρ. Αἰολ. (Αἰγ.) Et. Gr. IV. σ. 268 = Hoffmann, GD. II. 155a.