μακέλη
English (LSJ)
ἡ, = sq., Hes. Op.470, Theoc.16.32, A.R.4.1533.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκέλη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 468, Θεόκρ. 16. 32, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1533.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. μάκελλα.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μᾰκέλη: ἡ, το επόμ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκέλη: ἡ Hes., Theocr. = μάκελλα.