πέπαμαι
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πέπᾱμαι: ἴδε ἐν λ. πάομαι.
French (Bailly abrégé)
v. πάομαι².
Greek Monolingual
Α
βλ. πάομαι.
Greek Monotonic
πέπᾱμαι: παρακ. του πάομαι, γʹ πληθ. πέπανται.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέπαμαι indic. perf. med. van* πάομαι.
Russian (Dvoretsky)
πέπᾱμαι: pf. к * πάομαι.