πέπαμαι

Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 559] s. πάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πέπᾱμαι: ἴδε ἐν λ. πάομαι.

French (Bailly abrégé)

v. πάομαι².

Greek Monolingual

Α
βλ. πάομαι.

Greek Monotonic

πέπᾱμαι: παρακ. του πάομαι, γʹ πληθ. πέπανται.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπαμαι indic. perf. med. van* πάομαι.

Russian (Dvoretsky)

πέπᾱμαι: pf. к * πάομαι.