πάρων

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek (Liddell-Scott)

πάρων: -ωνος, ὁ, εἶδος ἐλαφροῦ πλοίου, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 65· (ἐκ τοῦ Σουΐδ. ἔνθα: «παρῶναι, (γραπτ. πάρωνες) εἴδη πλοίων. ὁ δὲ ἔπλει παρόπλους (γραπτ. παράπλους) ποιησάμενος τοὺς Σιδητῶν παρῶνας· ἧκον γὰρ Ροδίους εἰς συμμαχίαν»), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 142· πρβλ. μυοπάρων.