σκερός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek (Liddell-Scott)

σκερός: «αἰδοιολείκτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιολείκτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].