οροφύλαξ
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
(I)
ὁροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. οροφύλακας.———————— (II)
ὀροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.