στεφανηπλόκια

Revision as of 03:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τά,

   A place where wreaths are plaited or sold, AP12.8 (Strat.): sg. στεφανοπλόκιον, = coronarium, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος ἔνθα πλέκονται ἢ πωλοῦνται στέφανοι, Ἀνθ. Π. 12. 8.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
lieu où l’on tresse et vend des couronnes.
Étymologie: στεφανηπλόκος.

Greek Monolingual

τά, Α στεφανηπλόκος
τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια.

Greek Monotonic

στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στεφᾰνηπλόκια: τά место, где плетут и продают венки Anth.