Νειλόρυτος

Revision as of 09:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, (ῥέω)

   A watered by the Nile, προβολή AP9.350 (Leon. Alex.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλόρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350.

Greek Monotonic

Νειλόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Νειλόρῠτος: орошаемый Нилом (προβολή Anth.).