πόλινδε

Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv.

   A into or to the city, Il.5.224, al.

German (Pape)

[Seite 655] in die Stadt, nach der Stadt hin, Hom. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πόλινδε: ἐπίρρ. εἰς ἢ πρὸς τὴν πόλιν, Ἰλ. Ε. 224, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la ville, vers la ville avec mouv.
Étymologie: πόλις, -δε.

English (Autenrieth)

to the city.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. στην πόλη ή προς την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλιν του πόλις + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πολεμόν-δε)].

Greek Monotonic

πόλινδε: επίρρ., μέσα ή προς την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πόλινδε: adv. в город, к городу Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόλινδε en πόλιν δέ [πόλις] adv., stadwaarts, naar de stad.