πολυδωρία

Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A open-handedness, X.Cyr.8.2.7, Poll.3.118.

German (Pape)

[Seite 662] ἡ, das Vielschenken, die Freigebigkeit, Xen. Cyr. 8, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδωρία: ἡ, ἐλευθεριότης, γενναιοδωρία, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7, Πολυδ. Γ΄, 118.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande libéralité, munificence.
Étymologie: πολύδωρος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύδωρος
γενναιοδωρία.

Greek Monotonic

πολῠδωρία: ἡ, γενναιδωρία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυδωρία: ἡ щедрость Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυδωρία -ας, ἡ [πολύδωρος] vrijgevigheid.