εσπέρας

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

το (AM ἑσπέρας
Μ και ἁσπέρας)
η εσπέρα, το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη γενική του ουσ. εσπέρα. Το ουδ. γένος της λέξεως αναλογικά προς το αντίθετό του το πρωί].