Ὁμηρίζω

Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A imitate Homer, use Homeric phrases, Lib.Descr.30.8 codd.    II act scenes from Homer, Artem.4.2.    III (ὁμοῦ, μηρός) indulge unnatural lust, with an intentional equivoque, Ach.Tat.8.9 ; cf.sq.11.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμηρίζω: μιμοῦμαι τὸν Ὅμηρον, μεταχειρίζομαι Ὁμηρικὰς φράσεις, Λιβάν. 4. 1070. ΙΙ. (ὁμοῦ, μηρὸς) ἐκτελῶ μῖξιν παρὰ φύσιν ἢ ἀρσενοκοιτίαν, ὡς τὸ διαμηρίζω, μετὰ μεμελετημένης ἀμφιλογίας, Ἰακώψ. Ἀνθολ. Π. 2. 1, σελ. 8· πρβλ. Ὁμηρικὸς ΙΙ. ΙΙΙ. ἀμύττω, ἀφαιρῶ αἷμα διὰ σικύας, Ἀρτεμίδ. 4. 3.