cheerfulness
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
subs.
P. and V. εὐθυμία, ἡ (Xen., and Aesch., Supp. 959); joy.
Zeal, readiness: P. and V. προθυμία, ἡ, σπουδή, ἡ.