Φιλιππήσιος
English (Strong)
from Φίλιπποι; a Philippesian (Philippian), i.e. native of Philippi: Philippian.
English (Thayer)
Φιλιππησιου, ὁ, a Philippian: Philippians 4:15.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Φιλιππησία, ΝΑ
1. ο κάτοικος της αρχαίας μακεδονικής πόλης τών Φιλίππων
2. φρ. «Προς Φιλιππησίους επιστολή»
(στην ΚΔ) μία από τις κανονικές επιστολές που ο απόστολος Παύλος έγραψε στη Ρώμη το 62 ή 63 μ.Χ. και την οποία έστειλε στην Εκκλησία τών Φιλίππων της Μακεδονίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φίλιπποι, αρχ. πόλη της Μακεδονίας + κατάλ. εθν. -ήσιος (πρβλ. Ἰθακ-ήσιος)].
Russian (Dvoretsky)
Φιλιππήσιος: ὁ филиппиец, уроженец или житель города Φίλιπποι NT.