Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
θερμαίνω, θήγω, θάγω, ὑποθάλπω, παραθερμαίνω