Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
δέρμα ;; λέμμα ;; ἐπίφλοος ;; λοπίς ;; λοπός ;; δερμάτιον ;; κέλυφος ;; λέπος ;; ὑμήν ;; φλοιός