inspire
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. ἐκβακχεύειν (Plat.), V. βακχεύειν. Inspire hopes: P. παριστάναι ἐλπίδας. Inspire fear: P. and V. φόβον παρέχειν. Engender: P. and V. ἐντίκτειν (τί τινι), ἐμβάλλειν (τί τινι), ἐντιθέναι (τί τινι), P. ἐμποιεῖν (τί τινι), ἐνεργάζεσθαι (τί τινι), V. ἐνιέναι (τι), ἐνορνύναι (τί τινι). Arouse, kindle: P. and V. ἐπαίρειν, ἐγείρειν, ἐξεγείρειν, κινεῖν, V. ἐξάγειν, ὀρνύναι, Ar. and V. ζωπυρεῖν. Be inspired: P. and V. ἐνθουσιᾶν, βακχεύειν (Plat.). Be inspired by (a god, etc.): P. and V. κατέχεσθαι, ἐκ (gen.).