opportunely
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρόν, ἐν τῷ δέοντι, εἰς δέον, ἐν καλῷ, εἰς κάλον, V. πρὸς καιρὸν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι, εἰς ἀρτίκολλον, εἰς ἀκριβές, καιρίως (also Xen.). P. εὐκαίρως Fittingly: P. and V. πρεπόντως, συμμέτρως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.