Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
adv.
Harmfully: P. ἀνεπιτηδείως, P. and V. κακῶς. Maliciously: P. φθονερῶς, ἐπιφθόνως. Wickedly: P. κακούργως:Ar. and P. πανούργως. Saucily - P. ὑβριστικῶς. Wantonly: Ar. and P. νεανικῶς.