light-headed
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adj.
V. κουφόνους ἐλαφρός. Inconstant: P. ἀκατάστατος. Delirious: P. and V. ἀπόπληκτος, Ar. and V. παραπεπληγμένος.
adj.
V. κουφόνους ἐλαφρός. Inconstant: P. ἀκατάστατος. Delirious: P. and V. ἀπόπληκτος, Ar. and V. παραπεπληγμένος.