ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
subs.
P. τὸ διάκενον, διάλειμμα, τό. Breach in a wall: P. τὸ διῃρημένον. Leave a gap, v.: Ar. and P. διαλείπειν.