παρασχίδες
English (LSJ)
[ῐ], αἱ,
A splinters, π. ὀστέων, in a fracture. Hp.Fract.24: sg., Gal. 18(2).536.
German (Pape)
[Seite 501] αἱ, Splitter, Späne, die beim Spalten od. Hauen abfallen, ὀστέων Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παρασχίδες: [ῐ], αἱ, παρασχισθέντα τεμάχια, π. ὀστέων, ἐν κατάγματι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 766.