δυσχρήστημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A inconvenience, Stoic.3.23.
German (Pape)
[Seite 691] τό, = folgdm, Cic. Fin. 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχρήστημα: τό, δυσκολία, δυσχέρεια, Cic. Fin. 3. 21.
Spanish (DGE)
-ματος, τό dificultad Cic.Fin.3.69.
Russian (Dvoretsky)
δυσχρήστημα: ατος τό (лат. incommedum) неудобство, затруднение Cic.