καμιναία
English (LSJ)
ἡ,
A furnace, LXXEx.9.10.
Greek (Liddell-Scott)
καμιναία: ἡ, κάμινος, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 10)· - καμιναῖος, αία, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κάμινον, αὐτόθι Θ΄, 8.
ἡ,
A furnace, LXXEx.9.10.
καμιναία: ἡ, κάμινος, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 10)· - καμιναῖος, αία, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κάμινον, αὐτόθι Θ΄, 8.