νηπιαχώδης
English (LSJ)
ες,
A childish, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιᾰχώδης: -ες, = νηπιώδης, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νηπιαχώδης, -ῶδες (Α)
νηπίαχος
νηπιώδης.
ες,
A childish, Gloss.
νηπιᾰχώδης: -ες, = νηπιώδης, Γλωσσ.
νηπιαχώδης, -ῶδες (Α)
νηπίαχος
νηπιώδης.