συμπεριλύω

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A release, dub.l. in POxy.259.25 (i A.D.).

Greek Monolingual

Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).

Greek Monolingual

Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).