χορτολόγος

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ον,

   A collecting fodder, οἱ χ. foragers, Str.15.1.52.

German (Pape)

[Seite 1367] Gras, Futter sammelnd, fouragirend, Strabo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χορτολόγος: -ον, ὁ συλλέγων, συναθροίζων χόρτον, οἱ χ., οἱ εἰς χορτολογίαν ἐξερχόμενοι, Στράβ. 708.

Greek Monolingual

ο / χορτολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μαζεύει χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -λόγος].