αἰδημονικός
English (LSJ)
ή, όν,
A modest, τὸ αἰ. Sch.E.Hipp.78.
Greek (Liddell-Scott)
αἰδημονικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων αἰδημοσύνην, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 77.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
púdico τὸ αἰ. Sch.E.Hipp.78, Ptol. en Heph.Astr.2.26.8.
ή, όν,
A modest, τὸ αἰ. Sch.E.Hipp.78.
αἰδημονικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων αἰδημοσύνην, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 77.
-ή, -όν
púdico τὸ αἰ. Sch.E.Hipp.78, Ptol. en Heph.Astr.2.26.8.