ἀνδριαντουργία
English (LSJ)
ἡ,
A sculpture, Tz.H.8.348.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντουργία: ἡ, ἀνδριαντοποιΐα, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 348.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ escultura Tz.H.8.316.
ἡ,
A sculpture, Tz.H.8.348.
ἀνδριαντουργία: ἡ, ἀνδριαντοποιΐα, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 348.
-ας, ἡ escultura Tz.H.8.316.