σκαφεία

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ἡ,

   A digging, hoeing, Suid.

German (Pape)

[Seite 890] das Graben, Hacken, Behacken, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφεία: ἡ, τὸ σκάπτειν, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκαφεύω
(κατά το λεξ. Σούδα) ανόρυξη, σκάψιμο.